ορόγαλα

ορόγαλα
(-ακτος) τό сыворотка (молочная)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ορόγαλα" в других словарях:

  • ορόγαλα — το 1. το υδαρές υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου και τής τυρίνης, το τυρόγαλο 2. φρ. «ορόγαλα ηλιοτροπιούχο» θρεπτικό υπόστρωμα που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια τού βακτηριδίου τού τύφου και στη διάκρισή του από τα… …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»